απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)