απορριπτω

απορριπτω
    ἀπορρίπτω
    ἀπο-ρρίπτω
    поэт. ἀπορίπτω
    1) отбрасывать, бросать прочь, сбрасывать
    

(καλύπτρην τηλόσε Hom. - in tmesi; εἷμα Pind.; перен. μῆνιν Hom.)

    2) изгонять
    

(τινὰ ἐς δόμους δορυξένους Aesch.; γῆς Soph.; ἐκ θεῶν Xen.)

    3) отвергать с презрением, отклонять
    

(ἃ ἐπηγγελλόμην Soph.; ἄνδρες ἀπερριμένοι Dem., Plut. и ἀπορριφθέντες Plut.)

    ἀπορριπτεσθαι ἐς τὸ μηδέν Her. — не ставиться ни во что

    4) нечаянно высказывать, ронять
    

(ἔπος Her., Pind.)

    5) бросать в лицо, упрекать
    

(τι ἔς τινα Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απορριπτω" в других словарях:

  • απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»